сливаться
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
Russian > Greek
συρρήγνυμι, συντρέχω, συνδιαχέομαι, ἀνακοινόω, συντήκω, συνέρχομαι