ὁμόσιτος

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόσῑτος Medium diacritics: ὁμόσιτος Low diacritics: ομόσιτος Capitals: ΟΜΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: homósitos Transliteration B: homositos Transliteration C: omositos Beta Code: o(mo/sitos

English (LSJ)

ὁμόσιτον, eating together, μετά τινος Id.7.119, Plu.2.643d.

German (Pape)

[Seite 340] zusammen, mit Einem essend, μετά τινος, Her. 7, 119; Hesych. erkl. es durch ὁμοτράπεζος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange avec.
Étymologie: ὁμός, σῖτος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόσῑτος: ὁ (тж. ὁ. μετά τινος Her.) совместно питающийся, сотрапезник Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόσῑτος: -ον, ὁ τρώγων ὁμοῦ, συντρώγων, μετά τινος Ἡρόδ. 7. 119, Πλούτ. 2. 643D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόσιτος, -ον)
αυτός που τρώει μαζί με κάποιον άλλο στο ίδιο τραπέζι, ομοτράπεζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + σῖτος (πρβλ. ολιγόσιτος)].

Greek Monotonic

ὁμόσῑτος: -ον, αυτός που τρώει μαζί με κάποιον, μετά τινος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ὁμό-σῑτος, ον,
eating together, μετά τινος Hdt.