странствующий
From LSJ
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
Russian > Greek
πλαγκτήρ, πλαγκτός, περιπλανής, φοιταλιώτης, πλάνης, νομάς, περίδρομος, ἐκτοπιστικός, κελευθήτης, πλανητός, πλανόδιος, πλανητικός, πολυρέμβαστος, ἀνίδρυτος, ἀΐδρυτος, δρομάς