ἐπιμειδάω
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
English (LSJ)
smile at or smile upon, in Hom. always in phrase, τὸν δ' ἐπιμειδήσας προσέφη he addressed him with a smile, Il.4.356, al.; in 10.400, of a scornful smile; but ἦκ' ἐπιμειδήσας Hes.Th.547: c.dat., AP6.345 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 960] dabei lächeln, anlächeln; bei Hom. τὸν δ' ἐπιμειδήσας προσέφη, z. B. Il. 8, 38, er redete ihn an, indem er dazu lächelte; vom höhnischen Lachen, Il. 10, 400; – τινί Crinag. 9 (VI, 345).
French (Bailly abrégé)
ἐπιμειδῶ :
sourire à.
Étymologie: ἐπί, μειδάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμειδάω: (только в part. aor.) улыбаться (τινι Anth.): τὴν δ᾽ ἐπιμειδήσας προσέφη Hom. ей (т. е. Афине) усмехнувшись сказал (Зевс).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμειδάω: ἐπιμειδιῶ, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῇ φράσει, τὸν ἢ τὴν δ’ ἐπιμειδήσας προσέφη Ἰλ. Θ. 38, κτλ.· ἐπὶ σκωπτικοῦ μειδιάματος, τὸν δ’ ἐπιμειδήσας προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεὺς Ἰλ. Κ. 400· ἀλλ’, ἦκ’ ἐπιμειδήσας, ἐλαφρῶς ἐπιμειδιάσας, Ἡσ. Θ. 547: - μετὰ δοτ., Ἀνθ. Π. 6. 345.
English (Autenrieth)
only aor. part., ἐπιμειδήσᾶς, smiling at or upon, Il. 4.356; in bad sense, Il. 10.400.
Middle Liddell
fut. ήσω
to smile at, ἐπιμειδήσας προσέφη addressed him with a smile, Il.