утверждение
From LSJ
Russian > Greek
κύρωσις, θέσις, φάσις, ἀπόφασις, ἀπόφανσις, συγκατάθεσις, ἀμφισβήτημα, ἑδραίωμα, καταβεβαίωσις, κατάφασις, ἀξίωμα
κύρωσις, θέσις, φάσις, ἀπόφασις, ἀπόφανσις, συγκατάθεσις, ἀμφισβήτημα, ἑδραίωμα, καταβεβαίωσις, κατάφασις, ἀξίωμα