щедрость
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Russian > Greek
μεγαλοεργία, μεγαλουργία, μεγαλοψυχία, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη, ἐλευθεριότης, φιλοδωρία, ἀφειδία, μεγαλοδωρεά, μεγαλοδωρία, πολυδωρία, χαριστικόν