ἀβαριστάν
From LSJ
English (LSJ)
γυναικιζομένην (Cyprian), Hsch.
Frisk Etymological English
Meaning: γυναικιζομένην, καθαιρομένην καταμηνίοις. Κύπριοι H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: To σαβαρίχις (q.v.), with Cyprian loss of s-?
Frisk Etymology German
ἀβαριστάν: {abaristán}
Meaning: γυναικιζομένην, καθαιρομένην καταμηνίοις. Κύπριοι H.
Etymology: Unwahrscheinliche Hypothese von Schrijnen BSL 32, 57.
Page 1,3