σαβαρίχις
English (LSJ)
ἡ, pudenda muliebria, Telecl.64; also σαβαρίχη, Hsch., Phot., or σαμαρίχη, Theognost.Can.118; σάραβος, Phot.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
= σάραβος.
Étymologie: par métath. des cons.
Greek (Liddell-Scott)
σαβαρίχις: ἡ, τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Τηλεκλ. ἐν Ἀδήλ. 21· ὡσαύτως σαβαρίχη ἢ σαμαρίχη Φώτ., Θεόγνωστ. ἐν τοῖς Ὀξ. Ἀνεκδ. 2. 118· σάραβον Φώτ.
Greek Monolingual
και σαβαρίχη και σαμαρίχη, ἡ, Α
το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. του καθημερινού λεξιλογίου, όπως αποδεικνύουν τόσο η ποικιλία τών μορφών όσο και η παρουσία του επιθήματος -ιχ-ις].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: pudenda muliebria (Telecl.), -ίχη (H., Phot.), σαμαρίχη (Theognost.); also σάραβος (H., Phot.; with metathesis?).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Familiar diminutive formation in -ιχ-; further unclear. Goping attempt by Grošelj Živa Ant. 2, 215: reinforcing σα- (cf. σαβακός) and the stem in βάρ<υ>κα, ἀβαριστάν, ἀβαρύ (s. vv.). Not better Brugmann IF 39, 114ff.: to σα- and βάραθρον. -- If the variation β/μ is old, the word is Pre-Greek; Furnée 221.
Frisk Etymology German
σαβαρίχις: {sabaríkhis}
Grammar: f.
Meaning: pudenda muliebria (Telekl.), -ίχη (H., Phot.), σαμαρίχη (Theognost.); auch σάραβος (H., Phot.; mit Metathese?).
Etymology: Familiärdeminutive Bildung auf -ιχ-; sonst unklar. Tastender Versuch von Grošelj Živa Ant. 2, 215: als verstärkendem σα- (vgl. σαβακός) und dem Stamm in [[βάρ<υ>κα]], ἀβαριστάν, ἀβαρύ (s. dd.). Nicht besser Brugmann IF 39, 114ff.: zu σα- und βάραθρον.
Page 2,669-670