ἀβελτέρως

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
sottement.
Étymologie: ἀβέλτερος.

Russian (Dvoretsky)

ἀβελτέρως: глупо (λέγειν περί τινος Plut.).

Spanish

tontamente