ἀβελτηρία

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Spanish (DGE)

ἀβελτερία, -ας, ἡ
• Alolema(s): ἀβελτηρία Thphr.Fr.146, Hld.9.7.2, Chrys.M.59.749
1 simpleza ἐγὼ ... ὑπ' ἀβελτερίας ᾤμην Pl.Smp.198d
simpleza, tonteríaἀσχημοσύνη δεινὴ ... δόξαν ἀβελτερίας παρεχομένη terrible falta de maña que hace el efecto de tontería Pl.Tht.174c, cf. D.19.98, Aeschin.1.71, Arist.Pol.1315a3, Rh.1390b30, Thphr.l.c., D.Chr.32.47, Phld.Lib.fr.87.9, Hld.l.c., τῶν πολιτῶν Porph.Marc.1.
2 crist. maldad, depravación negada al hombre antes de la caída, Chrys.M.59.749, Ps.Caes.218.449.

German (Pape)

[Seite 3] eine jetzt fast ganz verdrängte Form, für ἀβελτερία (Torheit, Einfalt).

Greek Monolingual

ἀβελτερία, η (Α) ἀβέλτερος
1. νωθρότητα, οκνηρία της σκέψης, μωρία, ηλιθιότητα
2. διαφθορά, πτώση.