ἀγλωσσία
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
Att. ἀγλωττία, η, want of eloquence, E.Fr.56, Antipho Soph.97.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): át. -ττία
1 falta de elocuencia ἀγλωσσίᾳ ... ἀνὴρ δίκαια λέξας E.Fr.56, Antipho Soph.B 97.
2 silencio Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλωσσία: Ἀττ. -ττία, ἡ, ἔλλειψις εὐγλωττίας, Εὐρ. Ἀπ. 57.
Russian (Dvoretsky)
ἀγλωσσία: атт. ἀγλωττία ἡ отсутствие дара речи Eur.