ἀδιάσκευος
From LSJ
Θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός → Haud ullus umquam transilit plagam die → Kein Sterblicher springt weiter als des Gottes Schlag
English (LSJ)
ἀδιάσκευον, unequipped, ἵππος Anon. ap. Suid.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no equipado, que no lleva arreos ἵππος anón. en Sud.
2 fig. poco elaborado, carente de refinamiento παραβολὴ ἀσαφής ... καὶ ἀ. Eust.924.61.
II adv. ἀδιασκεύως = sin adornos, con sencillez φράζειν Eust.689.31.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάσκευος: -ον, ὁ μὴ διεσκευασμένος, ἀκόσμητος, ἵππος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.