ἀκόσμητος
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ἀκόσμητον, (κοσμέω)
A unarranged, Pl.Grg.506e, Prt.321c. Adv. ἀκοσμήτως Id.Lg.781b.
b not organised as a κόσμος, ὕλη Plot.4.3.9; σύγχυσις Dam.Pr.205.
2 of style, unadorned, D.H.Th.23, etc.
3 unfurnished with, χρήμασιν X.Oec.11.9.
Spanish (DGE)
-ον
I 1desprovisto, desvalido ἀνθρώπων γένος ἀ. Pl.Prt.321c, c. dat. πόλις ἀ. χρήμασιν X.Oec.11.9.
2 no adornado, no embellecido πρόσωπον Nonn.D.9.43, κάρηνον Nonn.D.42.86, del estilo, D.H.Th.23.2
•subst. τὸ ἀ. falta de adornos Luc.Pisc.12.
II 1intemperante ψυχή Pl.Grg.506e.
2 desordenado χύσις ἄστρων Nonn.D.39.3, σύγχυσις Dam.in Prm.205, ὕλη Plot.4.3.9.
III adv. ἀκοσμήτως = sin incluir en un orden, sin recibir normas τὸ περὶ τὰς γυναῖκας ἀκοσμήτως περιορώμενον el dejar que queden sin normas las mujeres (e.d. sin una función determinada dentro de la ciudad), Pl.Lg.781b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non mis en ordre, non ordonné, non arrangé;
2 non paré.
Étymologie: ἀ, κοσμέω.
German (Pape)
ungeschmückt, Xen. Oec. 11.9; Luc. Pisc. 12; vom Stil, Dion.Hal.; – nicht mit dem Nötigen versehen, Plat. Prot. 321c; ungeordnet, Gorg. 506e; Plat.
• adv. ἀκοσμήτως, Legg. VI.781a.
Russian (Dvoretsky)
ἀκόσμητος:
1 неупорядоченный, неблагоустроенный (ψυχή Plat.);
2 неукрашенный, ненаряженный (γύναιον Luc.);
3 неснабженный: χρήμασιν ἀ. Xen. неимущий, бедный;
4 лишенный средств защиты, беззащитный (τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόσμητος: -ον, (κοσμέω) ἀδιάτακτος, ἀκανόνιστος, Πλάτ. Γοργ. 506 Ε., Πρωτ. 321C. - Ἐπιρρ. ἀκοσμήτως, ὁ αὐτ. Νόμ. 781Β. 2)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκόσμητος, -ον)
αδιακόσμητος, αστόλιστος
αρχ.
1. αυτός που δεν βρίσκεται σε τάξη, ακατάστατος, άτακτος
2. (για ύφος λόγου) ακαλλώπιστος, λιτός, απέριττος
3. ανεφοδίαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κοσμητὸς < κοσμῶ].
Greek Monotonic
ἀκόσμητος: -ον (κοσμέω),
1. ατακτοποίητος, ανοργάνωτος, σε Πλάτ.· επίρρ. -τως, στον ίδ.
2. ανεφοδίαστος, με δοτ., σε Ξεν.
Middle Liddell
κοσμέω
1. unarranged, unorganised, Plat.:—adv. -τως, Plat.
2. unfurnished with, c. dat., Xen.