ἀερομιγής
From LSJ
English (LSJ)
ἀερομιγές, compounded of air, Cleom.2.1, al., Corn.ND19, D.L.7.145, etc.
Spanish (DGE)
-ές
compuesto de aire de la luna, Cleom.2.5.194, D.L.7.145, cf. Placit.2.30.5.
German (Pape)
[Seite 42] ές, mit Luft vermischt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀερομῐγής: -ές, ἀναμεμιγμένος μετ’ ἀέρος, Διογ. Λ. 7. 145, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀερομῐγής: смешанный с воздухом Diog. L.