ἀερόπους
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
Greek (Liddell-Scott)
ἀερόπους: εἶδος πτηνοῦ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1354· ἀλλ’ ὁ σχολιαστὴς φαίνεται συγχέων τὴν λέξιν πρὸς τὸ ἀέροψ = μέροψ, μελισσοφάγος· τὸ πιθανώτερον εἶναι ὅτι περεφθάρη τὸ κείμενον.
Spanish (DGE)
-ποδος, ὁ
orn., otro n. del abejaruco Arist. en Sud.α 2707 (pero cf. ἀέροψ Sch.Ar.Au.1354a).