ἀκανικός
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ἀκανική, ἀκανικόν, thistle-like, Thphr. HP 4.6.10.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
con cabezuelas como las del cardo Thphr.HP 4.6.10.
German (Pape)
[Seite 68] ή, όν, von der Art des ἄκανος, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκανικός: -ή, -όν, ὅμοιος τῷ ἀκάνῳ, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 6, 10.