ἀκατάσκωπτος

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάσκωπτος: -ον, = μὴ ὑποκείμενος εἰς σκώμματα, Κύριλλ.

Spanish (DGE)

-ον
no sujeto a burla, intachable, ἀδιάβλητος καὶ ἀ. προθυμία Cyr.Al.M.68.793B, ζωή Cyr.Al.M.71.153B.

German (Pape)

unverspottet, Sp.