ἀκρόφυλλος
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
ἀκρόφυλλον, with leaves in a terminal crown, Thphr. HP 1.14.2.
Spanish (DGE)
-ον
1 con copa de follaje Thphr.HP 1.14.2.
2 subst. bot. tusílago, fárfara, Tussilago farfara L., Ps.Dsc.3.112.
German (Pape)
[Seite 85] oben belaubt. Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόφυλλος: -ον, ἔχων φύλλα κατὰ τὴν κορυφήν, Θεοφρ. Ἱ.Φ. 1. 14, 2.
Greek Monolingual
ἀκρόφυλλος, -ον (Α)
αυτός που βγάζει φύλλα στην κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + -φυλλος < φύλλον.