ἀκτινηβολίη
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
v. ἀκτινοβολία.
Spanish (DGE)
(ἀκτῑνηβολίη) -ης, ἡ
astrol.
1 lanzamiento de rayos Man.1.322.
2 aspecto por la izquierda Man.4.166.