ἀμβλυωπής
From LSJ
English (LSJ)
ἀμβλυωπές, in Comp.
A ἀμβλυωπέστερον Suid.
II Act., weakening sight, Dsc.2.141.
Spanish (DGE)
-ές
1 que hace perder la agudeza visual ὤκιμον Dsc.2.141.
2 de vista débil o borrosa ἀμβλυωπέστερον Sud.
German (Pape)
[Seite 118] ές, stumpf-, blödsichtig, ὀφθαλμοί Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλυωπής: -ές, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἀμβλωπής. ΙΙ. ἐνεργ. = ἐξαδυνατίζων τὴν ὅρασιν, Διοσκ. 2. 174.