ἀμεταφόρητος
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
English (LSJ)
ἀμεταφόρητον, irremovable, Phlp.in Cat.32.21.
Spanish (DGE)
-ον
no trasladable, inamovible, ἀγγεῖον op. περιφορητός Phlp.in Cat.32.21, cf. ἀμετακίνητος I 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεταφόρητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μεταφέρῃ, Νικ. Βλεμμ. Ἐπιτ. σ. 13.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμεταφόρητος, -ον) μεταφορῶ
αμετάφερτος, αμετακόμιστος.