ἀμοῖ

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

German (Pape)

[Seite 126] irgend wohin, ἀμοιγέποι, = ὁπηδή, B. A 204.

Greek Monolingual

ἁμοῖ επίρρ. (Α) [ἁμὸς ΙΙ]
1. κάπου
2. φρ. «ἁμοῖ γέ ποι», σε κάποιο μέρος, οπουδήποτε.