ἀμφαδά
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
German (Pape)
[Seite 133] Hom. einmal, Od. 19, 391 ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο, offenbar, advb., eigentl. accus. neutr. plur., vgl. ἀμφαδόν.
French (Bailly abrégé)
adv.
c. ἀμφαδόν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφαδά: ἀμφάδην, ἴδε ἐν λ. ἀμφαδόν: ― ἀμφαδίην, ἴδε ἀμφάδιος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφᾰδά: (δᾰ) и ἀμφᾰδίην Hom. = ἀμφαδόν.