ἀμφαντύς
From LSJ
English (LSJ)
ύος, ἡ, = ἄμφανσις, ib.11.21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφαντύς: -ύος, ἡ, υἱοθεσία, εἰσποίησις, τῶν δὲ πρόθθα, ὅπαι τις ἔχει ἢ ἀμφαντύι [V] Ἐπιγρ. Γόρτ. Κρητ.21· Ὁ Dittenberger (Hermes 20, 573) ὑπολαμβάνει τὴν λέξιν ὡς οὐσ. καὶ τὴν ἑρμηνεύει ὡς ἀνωτέρω, ἀλλ’ ὁ Comparetti θεωρεῖ αὐτὴν ὡς ἐπίρρ. εἰς -ῦι. Πρβλ. καὶ Βλάσσιον, Jahrb. f. Philol. 131. 485, Meyer σ. 202.