ἀνάρ

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρ: ἡ ροιά, Λεξικ. χειρόγρ. ἐν τῇ Βασιλ. Βιβλ. Παρ. κῶδ. 1843· πρβλ. τὴν Τουρκ. λεξ. νάρ, τὸ ῥόϊδι.