ἀνάσσατος

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάσσᾱτος: Δωρ. ἀντὶ ἀνήσσητος, Θεόκρ. 6. 45, ἔνθα γράφεται νῦν ἀνήσσατος.

Greek Monotonic

ἀνάσσᾱτος: Δωρ. αντί ἀνήσσητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάσσατος: дор. = ἀνήσσητος.