Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
ἀνέζομαι: καθίζω, (ἐν τμήσει) ἀνὰ δ’ ἔζετο σιγῇ παπταίνων, ἀνεκάθισε δὲ περιβλέπων μετὰ σιγῆς, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1170, Δ. 1332.