ἀνέραμαι
English (LSJ)
aor. ἀνηράσθην, love again, love anew, c. gen., And. 1.127, and perhaps X.Mem.3.5.7 (cj.).
Spanish (DGE)
enamorarse de nuevo c. gen. τῆς γραός And.Myst.127, fig. τῆς ἀρχαίας ἀρετῆς X.Mem.3.5.7.
German (Pape)
[Seite 225] wieder lieb gewinnen, von neuem lieben, ἀνερασθῆναι mit der v.l. ἀνερεθισθῆναι. τινός, Xen. Mem. 3, 5, 7; ἀνηράσθη Andoc. 1, 127.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἀνέραμαι: снова проникаться любовью (πάλιν ἀνερασθῆναι τῆς ἀρχαίας ἀρετῆς Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέραμαι: ἢ ἀνεράομαι: ἀόρ. ἀνηράσθην (ἐράω): - ἐκ νέου ἀγαπῶ, πάλιν ἐρῶ, μετὰ γεν. Ἀνδοκ. 16. 37. κατὰ Σνείδ. καὶ Κοραῆν ἐν Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 7, πάλιν ἀνερασθῆναι (ἀντὶ ἀνερεθισθῆναι) τῆς ἀρχαίας ἀρετῆς.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀνέραμαι: ή ἀν-εράομαι, αόρ. αʹ ἀνηράσθην· (ἐράω)· ξαναγαπώ, αγαπώ εκ νέου, με γεν., σε Ανδοκ., Ξεν.