ἀναισχυντί

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source

Spanish (DGE)

adv. desvergonzadamente φέρεσθαι Epiph.Const.Haer.69.12.

Translations

shamelessly

Catalan: desvergonyidament; Czech: nestydatě, drze; Esperanto: senhonte; French: effrontément; Greek: αδιάντροπα, ξεδιάντροπα, αναίσχυντα; Ancient Greek: ἀδιατρέπτως, ἀναιδέως, ἀναιδημόνως, ἀναιδῶς, ἀναισχυντί, ἀναισχύντως, ἀπερυθριάστως, ἀπηρυθριακότως, ἀπηρυθριασμένως, μετ' ἀναιδείας; Latin: impudenter; Polish: arogancko, bezczelnie, bezwstydnie, impertynencko, zuchwale, bezpruderyjnie; Portuguese: desavergonhadamente, impudentemente; Russian: бесстыдно; Serbo-Croatian: drsko; Spanish: desvergonzadamente