ἀνακαινισμός
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακαινισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Κλήμ. Ἀλεξ. 392.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
en lit. crist. renovación gener. ὁ τῶν θεοπνεύστων ἀναγνωρισμὸς καὶ ἀνακαινισμὸς λογίων Clem.Al.Strom.1.21.124, en el bautismo, Meth.Symp.3.8 (p.36.13).
Greek Monolingual
ο (Α ἀνακαινισμός) ἀνακαινίζω
η ανακαίνιση.
German (Pape)
ὁ, das Erneuern, die Wiederherstellung, Clem.Al.