ἀναποδείκτως

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
sans preuves.
Étymologie: , ἀποδείκνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀναποδείκτως: без доказательств, бездоказательно (λεγόμενα Plut.; λαμβάνειν τι Sext.).