ἀναποδείκτως
From LSJ
French (Bailly abrégé)
adv.
sans preuves.
Étymologie: ἀ, ἀποδείκνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀναποδείκτως: без доказательств, бездоказательно (λεγόμενα Plut.; λαμβάνειν τι Sext.).
adv.
sans preuves.
Étymologie: ἀ, ἀποδείκνυμι.
ἀναποδείκτως: без доказательств, бездоказательно (λεγόμενα Plut.; λαμβάνειν τι Sext.).