ἀναποδείκτως

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
sans preuves.
Étymologie: , ἀποδείκνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀναποδείκτως: без доказательств, бездоказательно (λεγόμενα Plut.; λαμβάνειν τι Sext.).