ἀνασχεῖν

From LSJ

Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl

Menander, Monostichoi, 105

German (Pape)

[Seite 210] s. ἀνέχω.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de ἀνέχω.

Greek Monotonic

ἀνασχεῖν: -σχέσθαι, απαρ. Ενεργ. και Μέσ. αορ. βʹ του ἀνέχω.