ἀνδρολέτειρα
English (LSJ)
ἡ, murderess, A.Ag.1465: as adjective, Id.Th.314 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
matadora de hombres de Helena, A.A.1465
•como adj. ἀνδρολέτειραν ... ἄταν ἐμβαλόντες A.Th.314, κτείνας ἀνδρολέτειραν ... Μελανίππην ép. en Sch.Pi.N.3.64.
German (Pape)
[Seite 218] Männervertilgerin, Aesch. Helena, Ag. 1444; ἄτη Spt. 296.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
funeste aux hommes.
Étymologie: ἀνήρ, ὄλλυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρολέτειρα: adj. f губящая мужей (Ἑλένη, ἄτη, νόσος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρολέτειρα: ἡ, ἡ ἐξολοθρεύουσα ἄνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1465· ἀνδ. νόσος ὁ αὐτ. Θ. 314.
Greek Monolingual
ἀνδρολέτειρα, η (Α)
φονική, θανατηφόρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + ολέτειρα < όλλυμι «καταστρέφω»].
Greek Monotonic
ἀνδρολέτειρα: ἡ (ἀνήρ, ὄλλυμι), αυτή που εξολοθρεύει άνδρες, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
Translations
murderess
Albanian: vrasëse; Arabic: قَاتِلَة; Bulgarian: убийца; Chinese Mandarin: 女殺手/女杀手; Czech: vražedkyně; Danish: morderske; Dutch: moordenares, moordenaarster; Esperanto: murdintino; French: meurtrière; German: Mörderin; Greek: φόνισσα, δολοφόνισσα; Ancient Greek: ἀνδρολέτειρα, ἐργάτις φόνων, μιαιφόνος, μιηφόνος, σφάκτρια, φονεύς, φονεύτρια, φονός; Hebrew: רוצחת \ רוֹצַחַת; Italian: assassina, omicida; Latin: interfectrix; Norwegian Bokmål: morderske; Nynorsk: morderske; Polish: morderczyni, zabójczyni; Portuguese: assassina; Russian: убийца, женщина-убийца; Slovak: vrahyňa; Spanish: asesina; Swedish: mörderska; Telugu: ఘాతిని, హంతకురాలు