ἀνεκπόμπευτος

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

German (Pape)

[Seite 221] Sp., nicht bekannt geworden.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεκπόμπευτος: -ον, ὁ μὴ ἐπιδεικνύμενος, ἐπίρρ. ἀνεκπομπεύτως, ἄνευ πομπῆς ἢ ἐπιδείξεως, Διον. Ἀεροπ. σ. 63. 151, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no sale a la luz pública, secreto μύησις Dion.Ar.EH 130.9.
2 adv. -ως sin ostentación pública Dion.Ar.EH 97.16.