ἀνεξέλικτος
From LSJ
English (LSJ)
ἀνεξέλικτον, whose development cannot be fully exhausted, ταῖς ἡμετέραις ἐπιβολαῖς Dam.Pr.177. Adv. ἀνεξελίκτως dub. l. S.E.M.7.191.
Spanish (DGE)
-ον cuyo desarrollo es infinito ὁ κύκλος Dam.Pr.177.
German (Pape)
[Seite 223] unentwickelt. Sext. Emp.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεξέλικτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ακόμη εξελιχθεί ή δεν μπορεί να έχει εξέλιξη.