ἀνεπίκρυπτος
From LSJ
English (LSJ)
ἀνεπίκρυπτον, unconcealed, M.Ant.1.14.
Spanish (DGE)
-ον
1 subst. τὸ ἀ. no ocultación τὸ ἀνεπίκρυπτον πρὸς τοὺς καταγνώσεως ὑπ' αὐτοῦ τυγχάνοντας no ocultación hacia aquellos que incurren en su censura M.Ant.1.14.
2 adv. -ως sin tapujos Sch.Luc.ITr.19.
German (Pape)
[Seite 224] unverhohlen, M. Anton. 1, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίκρυπτος: -ον, ὁ μὴ κεκρυμμένος, Μ. Ἀντών. 1. 14.