ἀνεπικρισία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, inability to form a judgement, S.E.M.11.182.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
imposibilidad de juzgar οὐδεμία δ' ἦν καταληπτικὴ φαντασία ... διὰ τὴν ἀνεπικρισίαν S.E.M.11.182.
German (Pape)
[Seite 224] ἡ, Zurückhaltung des Urtheils, Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπικρῐσία: ἡ, τὸ μὴ ἐπικρίνειν, Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 11. 182, σ. 723.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπικρῐσία: ἡ воздержание от суждения, нерешительность Sext.