ἀνεπιστημόνως

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπιστημόνως: без знаний, невежественно, неумело (ἠγμένος Xen.; ζῆν Plat.).