ἀνεργής

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεργής: -ές, ὁ μὴ ἐνεργῶν, ὁ ἄνευ ἀποτελέσματος, Μελέτ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 3. 136: - ὡσαύτως ἀνέργητος, ον, Ἑρηνν. (Herenn.) εἰς Μαΐου Κλασ. Συγγρ. 9. 554.