ἀνθητικός
From LSJ
English (LSJ)
ἀνθητική, ἀνθητικόν, = ἀνθικός, τὰ ἀ. flowering plants, Thphr. HP 1.14.3.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
plu. subst. τὰ ἀνθητικά plantas florecidas Thphr.HP 1.14.3.
German (Pape)
[Seite 232] Blüten treibend?
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθητικός: ἡ, όν, (ἀνθέω) ὁ ἀνθῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀνανθής, καὶ τὰ μέν ἀνθητικὰ τὰ δὲ ἀνανθῆ Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 14, 3· οὕτω καὶ παρὰ Κλημ. Ἁλ. 338 (ἔνθα ἀνθευτ-).