ἀνθυπατιανός
From LSJ
English (LSJ)
proconsular, Lat. proconsularis, Just.Nov.30.1.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
de rango proconsular, proconsular Iust.Nou.30.1.
Greek Monolingual
ἀνθυπατιανός -ή, -όν (Μ)
«ἀνθυπατιαναὶ χῶραι» — περιοχές που διοικούνται από ανθύπατο.