ἀντανίσχω

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source

German (Pape)

[Seite 244] dagegen aufgehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντανίσχω: ἀντανέχω, Βασίλ.

Spanish (DGE)

1 salir a su vez la luna, Basil.M.29.124D, cf. Zonar.218.
2 corresponderse κάλλει δὲ κάλλος Gr.Naz.M.37.1068A.

Greek Monolingual

ἀντανίσχω (Α) ανίσχω
αντανέχω.