ἀντιδικῶ

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Mantoulidis Etymological

(=ἔχω δίκη ἐναντίον κάποιου). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀντίδικος (ἀντί + δίκη). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀντιδίκησις, ἀντιδικία.