ἀντιλεκτέον
From LSJ
English (LSJ)
one must gainsay, οὐδὲν ἀ. E.Heracl.975, cf. Hp.Ep. 27:—Adj. ἀντιτέος, α, ον, Luc.Anach.17.
Spanish (DGE)
hay que objetar οὐδέν E.Heracl.975, cf. Hp.Ep.27 (p.424).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιλεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀντιλέγω, δεῖ ἀντιλέγειν, Εὐρ. Ἡρακλ. 975.
Greek Monotonic
ἀντιλεκτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να αντικρουστεί, σε Ευρ.