ἀντισπασμός

English (LSJ)

ὁ,
A convulsion, Ar.Lys.967.
II counter-movement (ebb and flow), of the sea, Placit.3.17.7.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 espasmo, convulsión ὦ Ζεῦ, δεινῶν ἀντισπασμῶν Ar.Lys.967.
2 flujo y reflujo de la marea Κράτης ὁ γραμματικὸς τὸν ἀντισπασμὸν τῆς θαλάσσης αἰτιᾶται Placit.3.17.7.

German (Pape)

ὁ, das Entgegenzucken, Ar. Lys. 967.

Russian (Dvoretsky)

ἀντισπασμός:судорога Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντισπασμός: ἀντέγερσις τοῦ πέους, ὦ Ζεῦ, δεινῶν ἀντισπασμῶν Ἀριστοφ. Λυσ. 967. ΙΙ. ἐναντία κίνησις (παλίρροια καὶ ἄμπωτις) τῆς θαλάσσης, Κράτης ὁ γραμματικὸς τὸν ἀντισπασμὸν τῆς θαλάττης αἰτιᾶται Στοβ. Ἀνθ. τόμ. 4, Παράρτ. 78, ἔκδ. Γαισφ.

Greek Monolingual

ἀντισπασμός, ο (Α)
1. στύση του πέους
2. παλίρροια.