ἀντῆ
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
δῶρον ἱκέσιον, Hsch.
Spanish (DGE)
ofrenda votiva Hsch.
Greek Monolingual
ἄντη, η (Α)
προσευχή, ικεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άντομαι «προσέρχομαι ταπεινά, ικετεύω»].