ἄντη

English (LSJ)

ἡ, (ἄντομαι ΙΙ) prayer—a word preserved by Hsch. (ἄντῃσι (cod. ἀντήσει)· λιτανείαις, ἀντήσεσι), and restored by Herm. for λιταῖς (metri gr.) in S.El.139 (dub.).

Spanish (DGE)

-ης, ἡ súplica, ruego οὔτε γόοισιν οὔτ' ἄναις S.El.139.

German (Pape)

[Seite 248] ἡ, Bitte, Hesych.; Conj. Herm. Soph. El. 137.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
prière.
Étymologie: ἄντομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἄντη: ἡ, (ἄντομαι ΙΙ.) προσευχή, ἱκεσία, δέησις, λέξις διατηρηθεῖσα παρ’ Ἡσυχ., ἄντῃσι (Κῶδ. ἀντήσει)· «λιτανείαις, ἀντήσεσιν». Ὁ Ἕρμαννος διορθοῖ χάριν τοῦ μέτρου τὸ ἐν Σοφ. Ἠλ. 139 χωρίον: οὔτε γόοις οὔτε λιταῖσιν εἰς: οὔτε γόοισιν οὔτ’ ἄντες. Ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

Russian (Dvoretsky)

ἄντη:молитва, мольба (Soph. - v.l. к λιτή).