ἀντῶπις
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
ιδος, = fem. of ἀντωπός, Nonn. D. 6.76.
Spanish (DGE)
-ιδος, ἡ
que mira de frente Μήνη Nonn.D.6.76
•situado enfrente ἅλμη del mar de Tiberíades, Nonn.Par.Eu.Io.6.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντῶπις: -ιδος, ἰδιόρρ. θηλ. ἐκ τοῦ ἑπομ., ἀντώπιδι Μήνῃ Νόνν. Δ. 6. 76.