ἀνῷγεν

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῷγεν: ἴδε ἐν λ. ἀνοίγνυμι.

English (Autenrieth)

see ἀνοίγω.

Greek Monotonic

ἀνῷγεν:I. γʹ ενικ. παρατ. του ἀνοίγνυμι αλλά, II.ἄνωγεν του ἀνώγω.