ἀπιοειδής
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
English (LSJ)
ἀπιοειδές
A, φύλλα like those of the pear-tree, Thphr. HP 3.10.3, cf. Gal.19.137.
Spanish (DGE)
-ές como de peral φύλλα Thphr.HP 3.10.3, cf. Gal.19.137.
German (Pape)
[Seite 291] ές, birnenförmig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπιοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα ἀπίου, δηλ. ἀπιδίου, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 10, 3.